- πολυψήφιος
- α, ο [ος , ον ] мат. многозначный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυψήφιος — α, ο, Ν (για αριθμό) αυτός που αποτελείται από πολλά ψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψήφιος (< ψηφίο), πρβλ. μονο ψήφιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
πολυψήφιος — α, ο για αριθμούς, αυτός που αποτελείται από πολλά ψηφία: Αριθμητική πράξη με πολυψήφιους αριθμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek